γκάϊδα

γκάϊδα
η волынка (муз. инструмент)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γκάϊδα" в других словарях:

  • γκάιντα — Πνευστό όργανο, ιδιαίτερα δημοφιλές στη Σκοτία. Η λέξη γ. είναι τουρκική. Βλ. λ. ασκομαντούρα. * * * και γκάιδα και κάιδα, η πνευστό μουσικό όργανο με δύο ή περισσότερους αυλούς στους οποίους διοχετεύεται αέρας από δερμάτινο ασκό. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»